- υπερπλήρης
- -ες / ὑπερπλήρης, -ῆρες, ΝΜΑ [πλήρης]εντελώς πλήρης, ξέχειλος.επίρρ...υπερπλήρως / ὑπερπλήρως ΝΜΑυπέρμετρα, υπερβολικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερπλήρης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο εντελώς πλήρης, ο ξέχειλος, ο παραγεμάτος: Η αίθουσα του κινηματογράφου είναι υπερπλήρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
έμπλεος — α, ο (AM ἔμπλεος, α, ον Α και ἔμπλεως, ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, η, ον 1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα αρχ. φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» παραφουσκωμένος από εγωισμό … Dictionary of Greek
αδινός — ἁδινός και ἁδινός, ή, όν (Α) [ἀδήν] 1. πυκνός, αθρόος, υπερπλήρης, άφθονος, συμπυκνωμένος, συμπιεσμένος 2. έντονος, ισχυρός, ηχηρός, βαθύς, βροντώδης … Dictionary of Greek
διάπλεως — διάπλεως, ων και διάπλεος, ον (AM) 1. υπερπλήρης, κατάμεστος 2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία … Dictionary of Greek
επίμεστος — ἐπίμεστος, ον (Α) πολύ γεμάτος, υπερπλήρης … Dictionary of Greek
καταγεμάτος — η, ο και κατάγεμος, η, ο ο εντελώς γεμάτος, ο υπερπλήρης … Dictionary of Greek
κατακλύζω — (AM κατακλύζω) 1. πλημμυρίζω, υπερκαλύπτω έδαφος με νερό (α. «ο ποταμός κατέκλυσε την πεδιάδα» β. «ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδατι κατακλύζωσιν», Πλάτ.) 2. γεμίζω κάτι με πολύ νερό 3. (μέσ. παθ.) κατακλύζομαι είμαι ή γίνομαι υπερπλήρης από … Dictionary of Greek
κατακορής — κατακορής, ές (Α) 1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.) 2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.) 3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.) 4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ… … Dictionary of Greek
ξέχειλος — η, ο 1. (για δοχεία) γεμάτος ώς τα χείλη, υπερπλήρης 2. (για υγρά) αυτός που ξεχειλίζει, που ξεπερνά τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χείλος] … Dictionary of Greek